- κολοβούς
- κολοβόςdockedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοβοῦς — κολοβόω dock pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e … Hofmann J. Lexicon universale
κολοβοδάκτυλος — κολοβοδάκτυλος, ον (Α) (για πρόσ. ή για στίχους) αυτός που έχει κολοβούς δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + δάκτυλος (πρβλ. μονο δάκτυλος, παχυ δάκτυλος)] … Dictionary of Greek
κολοβόπους — κολοβόπους, ποδος, ὁ, ἡ (Μ) (για στίχο) αυτός που έχει κολοβούς πόδες («καὶ στίχος καταληκτικός ἐστιν ὁ κολοβόπους», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + πούς (πρβλ. πλατύ πους, ωκύ πους)] … Dictionary of Greek